-
1 Best
adj.P. and V. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, V. φέρτατος, λῷστος (used in Plat., but rare P.), βέλτατος (rare), ἔξοχος. Vocative, also V. φέριστε (used once in Plat.).Fairest: P. and V. κάλλιστος.Be best, v.: V. πρεσβεύειν (Soph., Ant. 720).We will do our best to prevent it: P. οὐ περιοψόμεθα κατὰ τὸ δυνατόν (Thuc. 1, 53).The fort was built in the best part of the country for committing depredations: P. ἐπὶ τῆς χώρας τοῖς κρατίστοις εἰς τὸ κακουργεῖν ὠδοκομεῖτο τὸ τεῖχος (Thuc. 7, 19).Have the best of it: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Best
-
2 Cross
subs.Upright stake: P. σταυρός, ὁ.Stake for impaling: V. σκόλοψ, ὁ.A cross between a man and beast: use V. adj., μιξόθηρ.——————adj.Transverse: P. πλάγιος, V. λοξός (Eur., frag.).Oblique: P. ἐγκάρσιος.Peevish: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος.Opposing: P. and V. ἐναντίος.Cross-wall, subs.: P. παρατείχισμα, τό, ὑποτείχισμα, τό.Build a cross-wall: P. ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγειν (Thuc. 6, 99).Be at cross purposes: use P. and V. οὐ ταὐτὰ φρονεῖν.——————v. trans.Baulk: P. and V. σφάλλειν.Be crossed in, be baulked of: P. and V. ψεύδεσθαι (gen.), σφάλλεσθαι (gen.), ἀποσφάλλεσθαι (gen.), ἁμαρτάνειν (gen.).Oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.), ἀντιτείνειν (dat.).Hinder, prevent: P. and V. ἐμποδίζειν.Pass, go over: P. and V. ὑπερβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, ὑπερβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι. P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.Make to cross: P. περαιοῦν, διαβιβάζειν.Sail across: Ar. and P. διαπλεῖν (absol.).Cross into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).Cross off, pul one's pen through: Ar. and P. διαγράφειν.Cross with others: P. συνδιαβαίαειν (absol.).Easy to cross, adj.: P. and V. εὔπορος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cross
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam … Hofmann J. Lexicon universale
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek